- τεστοστερόνη
- η, Ν(βιολ.-φυσιολ.) η κυριότερη ανδρογόνος ορμόνη, η οποία εκκρίνεται, κυρίως, από τον διάμεσο ορχικό ιστό τού ανθρώπου καί, σε ασήμαντη ποσότητα, από τις ωοθήκες και από τα επινεφρίδια και ελέγχει την παραγωγή τού σπέρματος και την ανάπτυξη τών γεννητικών οργάνων και τών δευτερογενών χαρακτηριστικών τού φύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. testosterone < λατ. testis «μάρτυρας» + -ο- + -sterol (βλ. λ. χολη-στερόλη) + κατάλ. -one, πιθ. λόγω τής παρουσίας τής ορμόνης ως μαρτυρίας αρσενικού γένους].
Dictionary of Greek. 2013.